prostitución
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Spanish > Greek
αἰσχύνη, ἑταιρισμός, ἱεροδουλεία, ἱεροδουλία, καταπόρνευσις, μισθαρνία, πορνεία, πορνείη, πόρνευμα, πόρνευσις, τὸ πολυάνδριον κακόν, χαμαιτυπία