righteousness
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
justice: P. and V. τὸ δίκαιον, P. δικαιοσύνη, ἡ, ἐπιείκεια, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Euripides, Fragment), τοὐπιεικές.
justice: P. and V. τὸ δίκαιον, P. δικαιοσύνη, ἡ, ἐπιείκεια, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Euripides, Fragment), τοὐπιεικές.
piety: P. and V. εὐσέβεια, ἡ, τὸ εὐσεβές, P. ὁσιότης, ἡ.