τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
subs.
Ar. and P. δαπίδες, αἱ (Xen.), στρῶμα, τό, Ar. τάπης, ὁ, V. εἷμα, τό, φάρος, τό, φᾶρος, τό.