samenvoegen
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
Dutch > Greek
ζεύγνυμι, κολλάω, συγκλείω, συγκρίνω, συμβάλλω, συμμείγνυμι, συμπήγνυμι, συνάπτω, συναρμόζω, συναρμολογέω, συναρτάω, συντίθημι