ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
P. and V. αἰτεῖν (τινά τι), ἀπαιτεῖν (τινά τι), δεῖσθαι (τινός τι); see beg.
solicit in marriage: P. and V. μνηστεύειν; see court.