spoliation
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
P. and V. ἁρπαγή, ἡ, P. λῃστεία, ἡ, πόρθησις, ἡ, σύλησις, ἡ.
deprivation: P. στέρησις, ἡ, ἀποστέρησις, ἡ.