surplus
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English > Greek (Woodhouse)
substantive
Ar. and P. περιουσία, ἡ, P. τὸ περισσόν.
there would have been a surplus of three talents for the city: P. τρία τάλαντα ἂν περιεγένετο τῇ πόλει (Lys. 185).
adjective
P. and V. περισσός, P. περισσεύων (pres. part. of περισσεύειν).