Αίγυπτος
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
Greek Monolingual
(I)
η (Α Αἴγυπτος)
στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο Αἰγύπτιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. Αἴγυπτος προέρχεται από τον τ. Hikuptah της Ακκαδικής που απαντά στις πινακίδες της Αμάρνα. Ο τ. Hikuptah < αντιστοιχεί στο αιγυπτιακό Ha(t)-kaptah, που ήταν μια από τις ονομασίες της πόλης Μέμφιδος και σήμαινε «ναός της δυνάμεως του Φθα (Ptah)». Η ονομασία αυτής της πόλης χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες, για να δηλώσουν αρχικά τον Νείλο (Οδύσ.) κι αργότερα ολόκληρη τη χώρα].
(II)
Αἴγυπτος, ο (Α)
αρχαιότατη ονομασία του ποταμού Νείλου
2. ο βασιλιάς Αίγυπτος.