Ιβηρία

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ Ίβηρία)
1. αρχαία ονομασία της Ιβηρικής Χερσονήσου
2. αρχαία χώρα του Καυκάσου, στην περιοχή της Γεωργίας.