Κηφίσιος
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
Dor. Καφίσιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Cos, SIG 953.27 (ii B.C.).
Greek Monolingual
Κηφίσιος, δωρ. τ. Καφίσιος, -ία, -ον (Α) Κηφισός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κηφισό
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κηφίσιος (ενν. μήν)
ονομασία ενός μήνα στην Κω.
Russian (Dvoretsky)
Κηφίσιος: дор. Κᾱφίσιος 3 (φῑ) кефисский Pind.