Κιμώλιος
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
-ία, -ο (Α Κιμώλιος, -ία, -ον) Κίμωλος
αυτός που προέρχεται από το νησί Κίμωλος («Κιμώλιαι ἰσχάδες» — σύκα από την Κίμωλο, Άμφις).