Κορινθιακός

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. Κορίνθιος.

Russian (Dvoretsky)

Κορινθιᾰκός: Xen. = Κορίνθιος I.