Μαντινεύς

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
adj. m.
habitant de Mantinée.
Étymologie: Μαντίνεια.

Russian (Dvoretsky)

Μαντῐνεύς: έως ὁ житель или уроженец Мантинеи Plut.