Μολοσσικός
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
English (LSJ)
v. Μολοσσός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du pays des Molosses.
Étymologie: Μολοσσός.
Russian (Dvoretsky)
Μολοσσικός: атт. Μολοττικός 3 молосский: οἱ Μολοττικοί (sc. κύνες) Arph. молосские собаки (славившиеся как охотничья порода).