Παλαμηδικός
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
ὁ, Adj. Πᾰλᾰμήδειος, Παλαμηδεία, Παλαμήδειον, Palamedean, worthy of Palamedes, ingenious, βούλευμα Alciphr.3.4; ἀβάκιον EM666.21; also Παλαμηδικός, Παλαμηδική, Παλαμηδικόν, Παλαμηδικὸν τοὐξεύρημα Eup.351.6.