Ποτείδαια
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
ἡ, Potidea, IG12.201.14, etc.:—Ποτειδεᾶται, οἱ, citizens of Potidea, ib. 205.50:—Adj. Ποτειδεᾱτικός, ή, όν, concerning the Potideans, Th.1.118.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mieux que Ποτίδαια;
Potidée, ville de Thrace.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Ποτείδαια: и Ποτίδαια (τῑ), ион. Ποτῑδαίη ἡ Потидея (коринфская колония на перешейке п-ова Паллена в Халкидике) Her., Thuc., Xen.