τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
ἡ, Αη Πνύκα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πνύξ, Πυκνός + κατάλ. -αία (βλ. λ. Πνύξ)].