Πυκναία

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
η Πνύκα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πνύξ, Πυκνός + κατάλ. -αία (βλ. λ. Πνύξ)].