Στόαξ

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

και Στώαξ, -ακος, ὁ, Α
ένας από τους Στωικούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στοά + επίθημα -αξ (πρβλ. σκύλαξ)].