Φίλιννα

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Philinna, f.

Greek (Liddell-Scott)

Φίλιννα: ἡ, κύρ. ὄνομα ἐν χρήσει εἰς ἔκφρασιν στοργῆς, οἱονεὶ «ἀγάπη μου», Ἀριστοφ. Νεφ. 684.

Greek Monotonic

Φίλιννα: ἡ (φίλος), κύριο όνομα που χρησιμοποιείται ως έκφραση στοργής, Αγαπημένη, σε Αριστοφ.