Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άγανο

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

το
1. η βελονοειδής απόφυση του σταχιού τών αγρωστοειδών (σταριού, βρόμης κ.λπ.), ο αθέρας, κν. μουστάκια
2. λεπτό κόκκαλο ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ἄκανος (= ακανθώδης κεφαλή μερικών καρπών και είδος αγκαθιού)].