άλφιτα

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

ἄλφιτα, τα (Α)
βλ. άλφιτον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πληθ. της λ. ἄλφι.
ΠΑΡ. αρχ. ἄλφιτον.