ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
ἄμομφος, -ον (Α) μομφή1. ο δίχως μομφή, άμεμπτος2. αυτός που δεν έχει τίποτα να μεμφθεί, να κατακρίνει.