άμομφος

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

ἄμομφος, -ον (Α) μομφή
1. ο δίχως μομφή, άμεμπτος
2. αυτός που δεν έχει τίποτα να μεμφθεί, να κατακρίνει.