Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άνοζος

From LSJ

Greek Monolingual

ἄνοζος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αν- στερ. + όζος «βλαστός, ρόζος»].