άντλημα
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
το (Α ἄντλημα)
νεοελλ.
ποσότητα υγρού που προέρχεται από άντληση
αρχ.
κάδος, δοχείο για λήψη νερού, κουβάς πηγαδιού.