άντλημα

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το (Α ἄντλημα)
νεοελλ.
ποσότητα υγρού που προέρχεται από άντληση
αρχ.
κάδος, δοχείο για λήψη νερού, κουβάς πηγαδιού.