άντλημα
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
το (Α ἄντλημα)
νεοελλ.
ποσότητα υγρού που προέρχεται από άντληση
αρχ.
κάδος, δοχείο για λήψη νερού, κουβάς πηγαδιού.