ἄνυμφος, -ον (Α)1. ο χωρίς γάμο2. φρ. α) «ἄνυμφος τροφή» — άγαμος βίοςβ) «νύμφη ἄνυμφος» — δυστυχισμένη νύφηγ) «ἄνυμφα μέλαθρα» — σπίτι χωρίς γυναίκα.