άνυμφος

Greek Monolingual

ἄνυμφος, -ον (Α)
1. ο χωρίς γάμο
2. φρ. α) «ἄνυμφος τροφή» — άγαμος βίος
β) «νύμφη ἄνυμφος» — δυστυχισμένη νύφη
γ) «ἄνυμφα μέλαθρα» — σπίτι χωρίς γυναίκα.