άρεσκος

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

ἄρεσκος, ο, η (AM)
1. ευχάριστος στους τρόπους
2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρέσκω.
ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως
αρχ.
αρεσκεύομαι.
ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος
αρχ.
ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος].