άρτυμα

From LSJ

Greek Monolingual

το (AM ἄρτυμα) αρτύω
το καρύκευμα, το μυρωδικό
αρχ.
ό,τι προξενεί ευχαρίστηση ή ανακούφιση, η ανάπαυση από τους πόνους.