άσειστος
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσειστος, -ον) σείω
1. αυτός που δεν σείεται, ο ακλόνητος
2. ο αδιατάρακτος, ο αμετάβλητος.
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
-η, -ο (AM ἄσειστος, -ον) σείω
1. αυτός που δεν σείεται, ο ακλόνητος
2. ο αδιατάρακτος, ο αμετάβλητος.