Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άτλητος

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

ἄτλητος και (δωρ. τ.) ἄτλατος, -ον (Α)
1. ο αφόρητος
2. αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο παράτολμος
3. ο ανίκανος να υπομείνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + (θ.) τλᾱ-, τλήναι].