παράτολμος

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράτολμος Medium diacritics: παράτολμος Low diacritics: παράτολμος Capitals: ΠΑΡΑΤΟΛΜΟΣ
Transliteration A: parátolmos Transliteration B: paratolmos Transliteration C: paratolmos Beta Code: para/tolmos

English (LSJ)

παράτολμον, foolhardy, Plu.Pomp.32,al. Adv. παρατόλμως Hld.9.21.

German (Pape)

[Seite 503] tollkühn, zur Unzeit kühn, καὶ ἀνδρώδης, Plut. Pomp. 32; Demetr. 11 u. öfter; – adv., Heliod. 9, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trop hardi, téméraire.
Étymologie: παρά, τόλμα.

Russian (Dvoretsky)

παράτολμος: безрассудно или не в меру смелый (π. καὶ ἀνδρώδης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παράτολμος: -ον, παρατεταμένος, παρατόνους χέρας, τεταμένας πλησίον παρὰ τὰς πλευράς, Εὐρ. Ἄλκ. 399· πρβλ. παρατείνω. ΙΙ. κακόηχος, διάλεκτος Ἡσύχ. ἐν λέξ. βαρβαρισμός.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράτολμος, -ον, ΝΑ
αυτός που είναι τολμηρός πέρα από όσο πρέπει, υπερβολικά τολμηρός, ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
παράτολμα / παρατόλμως ΝΑ
με τρόπο παράτολμο, ριψοκίνδυνο, υπερβολικά τολμηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τόλμη + κατάλ. -ος).

Greek Monotonic

παράτολμος: απερίσκεπτος, παρακινδυνευμένος, παράτολμος, σε Πλουτ.

Middle Liddell

παρά-τολμος, ον,
foolhardy, Plut.