παράτολμος
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
παράτολμον, foolhardy, Plu.Pomp.32,al. Adv. παρατόλμως Hld.9.21.
German (Pape)
[Seite 503] tollkühn, zur Unzeit kühn, καὶ ἀνδρώδης, Plut. Pomp. 32; Demetr. 11 u. öfter; – adv., Heliod. 9, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trop hardi, téméraire.
Étymologie: παρά, τόλμα.
Russian (Dvoretsky)
παράτολμος: безрассудно или не в меру смелый (π. καὶ ἀνδρώδης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παράτολμος: -ον, παρατεταμένος, παρατόνους χέρας, τεταμένας πλησίον παρὰ τὰς πλευράς, Εὐρ. Ἄλκ. 399· πρβλ. παρατείνω. ΙΙ. κακόηχος, διάλεκτος Ἡσύχ. ἐν λέξ. βαρβαρισμός.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράτολμος, -ον, ΝΑ
αυτός που είναι τολμηρός πέρα από όσο πρέπει, υπερβολικά τολμηρός, ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
παράτολμα / παρατόλμως ΝΑ
με τρόπο παράτολμο, ριψοκίνδυνο, υπερβολικά τολμηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τόλμη + κατάλ. -ος).
Greek Monotonic
παράτολμος: απερίσκεπτος, παρακινδυνευμένος, παράτολμος, σε Πλουτ.
Middle Liddell
παρά-τολμος, ον,
foolhardy, Plut.