άφλεβος

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄφλεβος, -ον, Μ ἀφλεβής, -ές) φλεψ
1. αυτός που δεν έχει φλέβες
2. αυτός που δεν έχει εμφανείς τις φλέβες.