έθος
From LSJ
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
Greek Monolingual
το (AM ἔθος)
συνήθεια, έξη, έθιμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. έθος < Fέθος < IEswedhos < ΙΕ ρ. swedh-, της οποίας η εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod-ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου συνδέεται με αρχ. ινδ. suadhā «κλίση, συνήθεια» και με γοτθ. sidus «συνήθεια».
ΠΑΡ. αρχ. εθήμων, εθικός
(αρχ.- μσν.) εθάς, εθίζω, έθιμος].