ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
-η, -ο (AM ἔκθαμβος, -ον)αυτός που καταλαμβάνεται από θαυμασμό ή κατάπληξηαρχ.φοβερός, φρικτός.