έκλαμψη

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔκλαμψις)
δυνατή λάμψη, αιφνίδια αναλαμπή
αρχ.
(για την εφηβική ηλικία) πρόωρη ή γρήγορη ανάπτυξη.