έκπληξη

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

η (AM ἔκπληξις)
1. ψυχολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται κανείς από απροσδόκητο γεγονός, ευχάριστο ή δυσάρεστο, το ξάφνιασμα
νεοελλ.
το ίδιο το απροσδόκητο γεγονός, ιδίως ευχάριστο
αρχ.-μσν.
1. κατάπληξη, τρόμος
2. θαυμασμός.