έλκυσμα

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

ἕλκυσμα, το (AM)
ο τρόπος ή το μέσο με το οποίο κάποιος έλκει, τραβά κάτι
αρχ.
1. το νήμα που τραβιέται ενώ κλώθεται
2. το έλκημα
3. η σκουριά του αργύρου.