πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
ἕλκυσμα, το (AM)ο τρόπος ή το μέσο με το οποίο κάποιος έλκει, τραβά κάτιαρχ.1. το νήμα που τραβιέται ενώ κλώθεται2. το έλκημα3. η σκουριά του αργύρου.