κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
ἕλκυσμα, το (AM)ο τρόπος ή το μέσο με το οποίο κάποιος έλκει, τραβά κάτιαρχ.1. το νήμα που τραβιέται ενώ κλώθεται2. το έλκημα3. η σκουριά του αργύρου.