έλυτρο
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM ἔλυτρον)
περίβλημα, θήκη, περικάλυμμα
νεοελλ.
1. πέταλο το οποίο περιβάλλει διάφορα όργανα (τένοντες, μυς, χόνδρους)
2. σκληρή και δερματώδης πτέρυγα μερικών εντόμων που χρησιμεύει ως θήκη για την προφύλαξη της κατώτερης πτέρυγας
3. καραβόπανο με το οποίο καλύπτονται διάφορα τμήματα ή εξαρτήματα του πλοίου για να προφυλαχθούν από τον καπνό
μσν.
αλληγορική διήγηση, αλληγορία
αρχ.
1. θήκη τόξου ή δόρατος
2. περικάλυμμα ασπίδας
3. περίβλημα του νωτιαίου μυελού
4. το όστρακο τών οστρακοδέρμων
5. το κέλυφος καρπών, αβγών κ.λπ.
6. το σώμα ως περίβλημα της ψυχής
7. οτιδήποτε χρησιμεύει για απόκρυψη ή προφύλαξη
8. δεξαμενή νερού.