αλληγορία
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀλληγορία) ἀλλήγορος
1. το να λέει κανείς άλλα από εκείνα τα οποία εννοεί, η έκθεση ή περιγραφή ενός πράγματος κάτω από την εικόνα άλλου
2. μεταφορική έκφραση, μεταφορική γλώσσα
ΙΙ νεοελλ. υπαινιγμός, περίπλοκη και ασαφής έκφραση, αοριστολογία
ΙΙ αρχ. αλληγορική έκθεση ή ερμηνεία τών μυθικών παραδόσεων.