έμμισθος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔμμισθος, -ον)
1. αυτός που παίρνει μισθόέμμισθος επιμελητής»)
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται με αμοιβή («έμμισθη υπηρεσία»)
αρχ.
αυτός που πληρώνεται για κάτι.