έναρθρος
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔναρθρος, -ον)
1. (για φωνή, λόγο κ.λπ.) αυτός που παράγεται από καθαρή σύναψη τών φθόγγων
2. γραμμ. ο γραμματικός τύπος που εκφέρεται με άρθρο («έναρθρο απαρέμφατο, μετοχή» κ.λπ.)
νεοελλ.
αρθρωτός, αυτός που έχει τα μέλη του συναρμοσμένα με αρθρώσεις («έναρθρος ζυγός, μηχανισμός»)
αρχ.
αυτός που έχει ισχυρά άρθρα, μέλη.
επίρρ...
ενάρθρως
1. με τρόπο έναρθρο, με ευκρινή σύναψη τών φθόγγων
2. γραμμ. με άρθρο.