ένδηλος

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνδηλος, -ον)
1. φανερός, ολοφάνερος
2. (για πρόσ.) γνωστόςκαίπερ οὐ βουλόμενοι ἔνδηλοι εἶναι τοις Ἀθηναίοις», Θουκ.).