έρινος

Greek Monolingual

(I)
ο (AM ἔρινος)
βοτ.
1. φυτό που φυτρώνει σε βράχους και σχηματίζει τάπητα με πορφυροϊώδη άνθη
2. είδος εύοσμου φυτού που μοιάζει με το φυτό βασιλικός
μσν.
το φυτό επιμήδιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας].
(II)
ἔρινος, -η, -ον (Μ) έριον
μάλλινος, από μαλλί (βλ. ερίνεος).