ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ἴα, ἰῆς, ἰῆ, ἴαν (Α) (επικ. θηλ. του εἷς) μία («οὐδ' ἴα γήρυς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. ιός (I)].