ίανθος

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἴανθος)
τα άνθη του φυτού ίον, βιολέτα ή μενεξές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. ιάνθινος].