ίννος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ἴννος, ὁ (Α)
ο γίννος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μτγν. τ. της λ. γίννος, που έχει την ίδια σημ. Στη λατ. μαρτυρείται η δάνεια λ. hinnus].