ίσκα

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

και ήσκα και ύσκα, η (ΑΜ ἴσκα και ὕσκα)
1. κοινή ονομασία μύκητα που αναπτύσσεται κυρίως πάνω σε οξιές, βαλανιδιές και καρυδιές
2. η ξεραμένη σάρκα του ομώνυμου μύκητα η οποία χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].