ίσοφρυς

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source

Greek Monolingual

ἴσοφρυς, ό (Α)
ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἰσ(ο)- + ὀφρύς.