ίσχνανση

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107

Greek Monolingual

η (Μ ἴσχνανσις) ισχναίνω
νεοελλ.
φυσιολογική ελάττωση του λίπους που είναι αποθηκευμένο στο σώμα τών ανθρώπων ή τών ζώων
μσν.
εκλέπτυνση.